Saturday, December 22, 2007

Θυμάται ο νους, θυμάται και το σώμα

Μετάξι ποτέ δεν έγινες, σκουλήκι έμεινες
στα σκουπίδια οι κόποι μου, οι κόποι σου και ξέμεινες
παρέμεινες κοντά στη χάρη μου, για χάρη μου
μ' ακολουθούσες συνεχώς, στραβό μαύρο λιθάρι μου
πιθάρι με μελάσα, ζύμωση κι απόσταξη
για ρούμι και στα πράσα, τη μέθη, την απόληξη
της ψυχής μου, της ζωής μου το κουδούνι
σαν χτύπαγες για ξύπνημα, αλύπητα κι οι ρούνοι
που μου διάβαζες -κάθε ύστερα και έναν-
τους θυμάμαι όλους - ξεχωριστά και έναν έναν.
Τα χαλάσματα που διάβηκα δε δείχνουν να σε τρόμαξαν
σε γέρασαν όμως και σ' αποφώνησαν
τόλμησαν να σε προκαλέσουν - μια ζωή δίπλα δίπλα
ρε τι κατάλαβες, πες μου, και θα με πάρει η νύχτα
ούτως ή άλλως, τα βλέφαρά μου μένουν ανοιχτά
ώρες, μέρες και νύχτες τώρα, όμως, αρκετά
φωνές μες στο σκοτάδι, μου τις έκρυβες - καλά έκανες
κι όμως σε μια απόκρυψη κατάφερες και πέθανες.
Δεν άντεξες, το δίχως άλλο, φάνηκε
και τότε τα παράτησες... Κρίμα.

Riddle

"Αυτό που ήξερες, μάθε πως δεν είσαι,

με τ' όνομά σου κανείς δε σε φωνάζει.
Τίνος το πρόσωπο φοράς Κοίτα πως είσαι.
Μες στον καθρέφτη κάποιος σε κοιτάζει.
Δεν είσαι αυτός που θα σου πω, σ' έχω ξεχάσει.
Δεν ήσουν άλλοτε εδώ, λάθος θυμάσαι.
Ήδη ο χρόνος που ζητάς έχει περάσει·
σ' έχω ξεχάσει, μα εσύ ακόμα φοβάσαι."

Sadahzinia

Πόσο μπορεί κάτι να ταιριάζει στο μυαλό σου...

Sunday, December 9, 2007

Αν αισθανόμουν όπως τότε..

Αν αισθανόμουν όπως τότε

θα είχα τετράδιο γεμάτο αράδες αγάπης

θα είχα χαρτί για τις σκέψεις που περνάνε και φεύγουν

θα είχα
μολύβι να με βοηθά στα δύσκολα
θα είχα πνευμόνια για τις ανάσες ανακούφισης

θα ένιωθα άλλος απ' ότι νιώθω τώρα

θα ένιωθα
αναγκασμένος να γράψω ημερολόγιο
θα ένιωθα αναγκασμένος να σε παρατήσω χαρτί μου

θα ένιωθα πως σου ανοίγομαι κατά λάθος

θα έκρυβα όσα δάκρυα απόγνωσης κι οργής

θα έκρυβα τα μάτια μου από προσώπου γης

θα έκρυβα όλα τα μολύβια, μη τυχόν τα δω

θα έκρυβα από μένα τον ουρανό

θα κόλλαγε το χέρι μου να γράψει

θα κόλλαγε η γλώσσα μου που δεν μπορεί να πάψει

θα κόλλαγε η σκέψη μου στα μάτια που με φόβισαν

θα κόλλαγε κι η ρίμα που ίσως να έκανα τώρα

μα όχι πια.. το τότε βιάστηκε.. η μέρα πιάστηκε


Thursday, December 6, 2007

Για τη στιγμή...

Η παρέα διασκέδαζε
όλοι έπιναν, γελούσαν, χόρευαν

Ξάφνου, ο Νίκος πετάχτηκε
μες τη ζάλη του, κάτι είπε για βόλτα στη θάλασσα...
να έπαιρναν είπε τις μηχανές και να πήγαιναν να συνεχίσουν το "πάρτι" εκεί.

Η Μαρία σκεπτική... φοβόταν, ένιωθε πως δεν έπρεπε να ακολουθήσουν το Νίκο...
Με το φιλί του ηρέμησε.
Μετά από λίγο βγήκαν έξω... γέλια πολλά ακούγονταν...

Οι μηχανές έδιναν στα παιδιά τον ίλιγγο που τόσο γούσταραν... Στη Μαρία πρόσφεραν μια φοβισμένη ματιά στο μέλλον.

Ξαφνικά, ένας δυνατός θόρυβος ακούγεται... Σιωπή.

Ποιος θα τους το πει; Ποιος θα τους το πει; αυτή η ερώτηση σιγοψιθυρίζεται αδιάκοπα στη γωνία του θαλάμου.

Ο Νίκος έτρεμε, φοβόταν... δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του...
Θα τη θυμούνται όλοι... ήταν υπέροχη κι όμως έφυγε άδικα... σε μια στιγμή... χωρίς να φταίει...

Στην κηδεία, το σκαμμένο πρόσωπο του πατέρα της να δηλώνει το κενό.

Ο Νίκος έχει λυγίσει.
"Πού πας ματάκια μου χωρίς εμένα;"

Τόσες συμβουλές ακολουθημένες κατά γράμμα στράφι... για χάρη της στιγμής.

Στα όνειρά του ο Νίκος βλέπει μόνο δαίμονες. Φοβάται να αντικρίσει τη Μαρία.
Φοβάται τα μάτια του αγγέλου του.


"Το παραπάνω κείμενο δημιουργήθηκε μέσα από τις σκέψεις τις Λουκίας.
Την ευχαριστώ που με άφησε να συμμετάσχω σε αυτή τη διαδικασία..."

Saturday, December 1, 2007

1η Δεκέμβρη - Σκέψεις...

Να κάτσω να γεμίσω την οθόνη, βρήκα μέρα
μα τι να κάνω, σήμερα μου έλειψες... αέρα

Παραμύθια που δεν τους έχω ακόμα χαρίσει τίτλο
Παραμύθια που θυμάμαι πριν τον ύπνο
Νανουρίσματα που ολοένα με απασχολούν
Νανουρίσματα που μαζί μου ξαγρυπνούν
με κυνηγάνε, δε τ' αποφεύγω
μα με γυρεύουνε, δε τα γυρεύω
Χάνομαι από προσώπου γης,
κάθε που τ' άστρο της αυγής, μου τραγουδάει "κακώς να 'ρθεις"
Δεν ήμουν εδώ ποτέ δε θα 'μαι
ένας λόγος παραπάνω οι στιγμές που περνάνε
οι αγκαλιές που πονάνε, κι οι ματιές ξυράφι
οι ατυχίες μου, κι οι φορές που είπα νισάφι

Σκέψεις... συνοδεύουν η μια την άλλη
χαρούμενες που βγήκαν, απ' του ονείρου το τσουκάλι
καλά κάνουν, δεν ξέρω έναν που θα ήθελε
να μείνει ώρα εκεί μέσα, κι ό,τι θέλεις πίστευε
Ούτε ένας ώρα δε θ' άντεχε πολλή
βλέπεις καιρούς τώρα έγιναν όλοι κυνηγοί
ρεαλιστές μιλιούνια, πάρ' τους και κόφ' τους στα μέτρα σου
κάνε το κέφι σου, κι ύστερα πέτα τους
Τη λογική σου να χεις πάντα στο κεφάλι
Τραγούδα και γέλα με το μαύρο τους το χάλι
οικειοθελώς στολισμένοι κι έτοιμοι να "βγούνε"
συνηθισμένοι όλοι τους... τη ζωή να κρυφακούνε